τσοντάρισμα

τσοντάρισμα
τό
1) расставлёние, надставка (одежды); 2) добавление (денег), помощь (деньгами); 3) внесение пая

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τσοντάρισμα" в других словарях:

  • τσοντάρισμα — το, Ν [τσοντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσοντάρω …   Dictionary of Greek

  • τσοντάρισμα — το, ατος 1. προσθήκη τσόντας (βλ. λ.). 2. μτφ., συμπλήρωση χρηματικού ποσού για συμμετοχή σε οικονομική ενίσχυση: Δεν έχει κανένα στον κόσμο και ζει με τσονταρίσματα από φιλάνθρωπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρέκταμα — το, ΝΑ [παρεκτείνω] 1. το αποτέλεσμα τού παρεκτείνω, η επέκταση, προέκταση, προσθήκη, επιμήκυνση, το μάτισμα, το τσοντάρισμα 2. κάθε τμήμα που προστίθεται σ ένα σύνολο ως συμπλήρωμα με σκοπό την επέκτασή του, η τσόντα 3. απόκομμα, απόσπασμα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»